Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐφ' Ἕκτορι

См. также в других словарях:

  • Ἕκτορι — Ἕκτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκτορι — ἕκτωρ holding fast masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • επαινώ — (AM ἐπαινῶ, έω) [αινώ] 1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.) μσν. νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος 1.… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • Ἕκτορ' — Ἕκτορα , Ἕκτωρ masc acc sg Ἕκτορι , Ἕκτωρ masc dat sg Ἕκτορε , Ἕκτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκτορ' — ἕκτορα , ἕκτωρ holding fast masc/fem acc sg ἕκτορι , ἕκτωρ holding fast masc/fem dat sg ἕκτορε , ἕκτωρ holding fast masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»